συνάγκεια

συνάγκεια
συνάγκεια, ,
A = μισγάγκεια, Thphr.CP2.4.8, AP6.188 (Leon., pl.), Plb.18.31.5, D.S.3.68, Str.12.2.3 (pl.), Plu.Tim.28, Arr.Fr.155J.: συναγκίῃ is prob. in Babr.27.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συναγκείᾳ — συναγκείᾱͅ , συνάγκεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάγκεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάγκεια — η, ΝΑ νεοελλ. διεθν. δίκ. η γραμμή που ακολουθεί ο μέσος ρους ποταμού ως σύνορο δύο παρόχθιων κρατών αρχ. κοίλος τόπος, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγκεια (< αγκης < ἄγκος «ορεινή κοιλάδα»), πρβλ. ευάγκεια, μισγ άγκεια)] …   Dictionary of Greek

  • συναγκείας — συναγκείᾱς , συνάγκεια fem acc pl συναγκείᾱς , συνάγκεια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναγκείᾳ — συναγκείᾱͅ , συνάγκεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνάγκεια — συνάγκεια , συνάγκεια fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγκειῶν — συνάγκεια fem gen pl συνανάκειμαι recline together fut part act masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγκείαις — συνάγκεια fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγκείαισι — συνάγκεια fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάγκειαι — συνάγκεια fem nom/voc pl συνανάκειμαι recline together pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάγκειαν — συνάγκεια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”